- οὐλιαζόεις
- οὐλιαζόεις ἀτμοίA deadly vapours, cj. Headlamin A.Fr.205.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλιαζόεις — οὐλιαζόεις (Α) φρ. «οὐλιαζόεις ἀτμοί» θανατηφόροι ατμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὔλιος «ολέθριος» + ζωή] … Dictionary of Greek